Με την για περισσότερο από μισό αιώνα έρευνά της στο καλλιτεχνικό αντικείμενο, η Ελένη Βερναδάκη μας έδειξε τις πολλαπλές του ταυτότητες. Στα κεραμικά της αντικείμενα συνυπάρχουν η πλαστικότητα της φόρμας, η απτικότητα και η υλικότητα, η αισθητική αλλά και συναισθηματικές και διανοητικές παράμετροι. Δοκιμάζοντας διαρκώς νέες μορφοπλαστικές και τεχνικές λύσεις, αντιμετώπισε το κάθε αντικείμενο ως ξεχωριστό πεδίο καλλιτεχνικής έρευνας, ως ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό έργο.
Με προσήλωση στη βασική αρχή του μοντερνισμού πως πρώτιστης σημασίας είναι η διατύπωση της φόρμας και όχι η διακόσμηση λίγο πολύ τυποποιημένων αντικειμένων, δούλεψε τολμηρά, πολλές φορές επιθετικά, πάνω στη φόρμα, εκκινώντας από τον μορφοπλαστικό προβληματισμό και από την εξέταση της διαλεκτικής ανάμεσα σε φόρμα, ύλη και τεχνική, χωρίς να υποτάσσεται στο σχήμα που «επέβαλε» η όποια πιθανή χρήση κάθε αντικειμένου. Ακόμη, ο τρόπος που χειρίστηκε την ύλη και ο ενισχυμένος απτικός χαρακτήρας των κεραμικών της φανερώνουν όχι μόνο τεχνική αρτιότητα αλλά και αναγνώριση του κεραμικού αντικειμένου ως μέσου σύνδεσης του καθενός μας με τη γη-φύση. Τελικά, κατάφερε να εντάξει το ποιοτικό καλλιτεχνικό κεραμικό αντικείμενο στην τελετουργία της καθημερινότητας.
Στη φράση-δήλωση «η δουλειά μου είναι να φτιάχνω αντικείμενα και πιστεύω ότι μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερα να περάσω την ιδεολογία μου σ’ ένα ευρύτερο κοινό» αποτυπώνεται μια θεμελιώδης θεωρητική αρχή για την τέχνη και τον κοινωνικό της ρόλο, στην οποία η Βερναδάκη βάσισε τη δουλειά της. Πρόκειται για μια ιδεολογία, μια ξεκάθαρη τοποθέτηση πάνω στη σημασία εισχώρησης της τέχνης στην καθημερινότητα. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να χαρακτηριστεί κάτι άλλο από κεραμοπλάστρια – χαρακτηριστικός είναι άλλωστε ο αυτοπροσδιορισμός της ως «just a potter». Επίμονα, όμως, και αποτελεσματικά, δούλεψε με στόχο να καταδείξει τις μεθόδους εκείνες που αναγάγουν την κεραμική τέχνη και το χειροποίητο κεραμικό αντικείμενο σε αυτόνομη καλλιτεχνική αξία.